- προεγχαράσσω
- προεγ-χᾰράσσω,A engrave before, Ph.2.229.2 scarify first, Aret.CD2.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεγχαράσσω — Α 1. ενχαράσσω προηγουμένως («ψυχὴν τραχεῑαν ὑπὸ τῶν προεγχαραττόντων τύπων», Φίλ.) 2. χαράζω με μαχαιρίδιο, κάνω εγκοπές προηγουμένως («ἢν πελιδναὶ ἔωσι αἱ σάρκες, προεγχαράσσειν έγχυλώσιον ε ίνεκεν», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγχαράσσω… … Dictionary of Greek
προεγχαράξαι — προεγχαράσσω engrave before aor inf act προεγχαράξαῑ , προεγχαράσσω engrave before aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεγχαραχθέντων — προεγχαράσσω engrave before aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεγχαράσσειν — προεγχαράσσω engrave before pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)